- πρόσταγμα
- πρόσταγμαordinanceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… … Dictionary of Greek
πρόσταγμ' — πρόσταγμα , πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσταγμάτων — πρόσταγμα ordinance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγμασι — πρόσταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγμασιν — πρόσταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματα — πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματι — πρόσταγμα ordinance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek